- κυζικηνικός
- κυζικηνικός, -ή, -όν (Α)βλ. κυζικηνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κυζικηνικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυζικηνικόν — Κυζικηνικός masc acc sg Κυζικηνικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυζικηνικοῦ — Κυζικηνικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυζικηνός — ή, ό (AM κυζικηνός, ή, όν, Α και κυζικηνικός, ή, όν [Κυζικος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Κύζικο ή εκείνος που προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυζικηνός, η Κυζικηνή ο κάτοικος τής Κυζίκου ή εκείνος που… … Dictionary of Greek